- προοδοποιητικός
- προοδοποι-ητικός, ή, όν,A going before to prepare the way: directive, of drugs, Gal.14.759.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προοδοποιητικός — ή, όν, Α [προοδοποιῶ] αυτός που συντελεί στην προοδοποίηση, που προετοιμάζει τον δρόμο … Dictionary of Greek
προοδοποιητικά — προοδοποιητικός going before to prepare the way neut nom/voc/acc pl προοδοποιητικά̱ , προοδοποιητικός going before to prepare the way fem nom/voc/acc dual προοδοποιητικά̱ , προοδοποιητικός going before to prepare the way fem nom/voc sg (doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προοδοποιητικῶν — προοδοποιητικός going before to prepare the way fem gen pl προοδοποιητικός going before to prepare the way masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)